Μικρό παιδάκι ακόμα, εντυπωσιαζόμουν από τα χρώματα και τα σχήματα.
Κάθε χρώμα ή  απόχρωση μου προξενούσε ένα ιδιαίτερο συναίσθημα.
Κάθε σχήμα έκανε τη φαντασία μου να οργιάζει.
Από ένα τρίγωνο έχτιζα ένα σπίτι, μια πόλη.
Από μια πράσινη μουντζούρα στο χαρτί ζωγράφιζα ένα κήπο με λουλούδια.
Ό,τι με περιτριγύριζε – άνθρωποι, αντικείμενα, τοπία – αποκτούσαν προσωπικές
χρωματικές και σχηματικές συντεταγμένες.

Πέρασα από ποικίλα στάδια εικαστικής έκφρασης: μολύβι, ακουαρέλες, ψηφιδωτά, ελαιογραφίες,
για να με συνεπάρει τελικά το τραγούδι της θάλασσας και του φωτός.
Η θάλασσα στραφτάλιζε κάτω από τον καυτό ήλιο.
Μπλε, πράσινα, κίτρινα, άσπρα, μαύρα, κόκκινα, βυσσινιά, καφεδιά, όλα τα χρώματα έλαμπαν στην παραλία.
Τα κύματα έπαιζαν με τα βότσαλα, τα άρπαζαν, τα άφηναν, τα στριφογύριζαν.
Βότσαλα και χρώματα ανακατεύονταν και βούταγαν να δροσιστούν στο νερό. Λαια
Μακρόστενες, στρογγυλές, μυτερές, πλατειές, πέτρες μικρές, πέτρες μεγάλες, όλες ήταν μπροστά μου και μου μιλούσαν.

Το άπλετο ελληνικό φως που έπεφτε πάνω τους, τόνιζε κάθε τους χρωματική λεπτομέρεια
αλλά και τις διαφορετικές επιφάνειές τους.
Χρώματα υπό γωνία. Επιφάνειες υπό διαφορετικό φωτισμό. Χρώματα στις επιφάνειες.
Αρκεί να σήκωνα ένα βότσαλο και να το έστριβα μέσα στα χέρια μου.
Δεν ήταν απλά απομεινάρι κάποιου θρυματισμένου βράχου. Είχε ψυχή.
Η σκληρή πέτρα μεταμορφωνόταν, σαν από μαγεία, σε εκφραστικά πρόσωπα ή σώματα.
Δεν χρειαζόταν καν να τα ζωγραφίσω, μιας και ήταν όλα ολοζώντανα μπροστά στα μάτια μου ...
Μόνο – πώς να το πω – ήθελα να μοιραστώ τη μαγεία με τους φίλους μου!